- ηγουμενία
- η (AM ἡγουμενία) [ηγούμενος]βλ. ηγουμενεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηγουμενία — η 1. το αξίωμα του ηγούμενου ή της ηγουμένης. 2. η θητεία του ηγούμενου ή της ηγουμένης: Το μοναστήρι ανακαινίστηκε επί ηγουμενίας Ιωάσαφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηγουμενεία — και ηγουμενία, η (AM ἡγουμενεία και ἡγουμενία) [ηγούμενος] το αξίωμα τού ηγουμένου ή τής ηγουμένης νεοελλ. ο χρόνος κατά τον οποίο είναι κάποιος ηγούμενος, η θητεία τού ηγουμένου ή τής ηγουμένης … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε … Dictionary of Greek
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
καθηγουμενεία — καθηγουμενεία, ἡ (AM) [καθηγούμενος] το αξίωμα τού καθηγουμένου, ηγουμενία μοναστηριού … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Αβράμιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στα χρόνια 296 366 μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έδρασε ως ιεραπόστολος σε περιοχές που αγνοούσαν τον χριστιανισμό. H… … Dictionary of Greek
Δέγλερης — Επώνυμο αθηναϊκής οικογένειας, μέλη της οποίας διετέλεσαν ηγούμενοι στη μονή Πεντέλης από τον 16o αι. και μετά. Ο πρώτος της οικογένειας των Δ. που ηγουμένευσε στη μονή ήταν ο ιεροδιάκονος Ιερόθεος, που διαδέχτηκε το 1578 τον ιδρυτή και πρώτο… … Dictionary of Greek